- παλλόμενα
- πάλλωpoisepres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλλομένας — παλλομένᾱς , πάλλω poise pres part mp fem acc pl παλλομένᾱς , πάλλω poise pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλομέναν — παλλομένᾱν , πάλλω poise pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης … Dictionary of Greek
αερόφωνα — τα (Μουσ.) τα όργανα εκείνα, στα οποία ο αρχικός ήχος παράγεται από μια παλλόμενη μάζα αέρα. Σε πολύ αδρές και γενικές γραμμές η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα ξύλινα πνευστά, τα χάλκινα, τα όργανα με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια (αγγλ. free reed… … Dictionary of Greek
αρμόνικα — η αερόφωνο όργανο με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια, φυσαρμόνικα … Dictionary of Greek
αρμόνιο — το πληκτροφόρο μουσικό όργανο της τάξης των αεροφώνων με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια … Dictionary of Greek
τετράπολο — Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
μικροτήξη — Ειδικό σύστημα τήξης το οποίο ανάγεται στην αρχαία μέθοδο του περσικού κηρού που χρησιμοποιούσαν ευρέως στην Αναγέννηση για την τήξη καλλιτεχνικών έργων ή όπλων μεγάλων διαστάσεων. Σήμερα η μ. εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία μηχανών για την… … Dictionary of Greek